μουστόμετρο

μουστόμετρο
το
όργανο με το οποίο προσδιορίζεται η περιεκτικότητα τού μούστου σε ζάχαρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούστος + μέτρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μουστόμετρο — το όργανο με το οποίο μετρούν την περιεκτικότητα του μούστου σε ζάχαρο, το γλευκόμετρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”